Aimée - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Aimée - translation to

FEMALE GIVEN NAME
Aimee; Amée

désœuvré      
aimless
Aimée         
n. Aimee, female first name
aimé         
n. buddy

Ορισμός

superego
¦ noun (plural superegos) Psychoanalysis the part of the mind that acts as a self-critical conscience, reflecting social standards learned from parents and teachers. Compare with ego and id.

Βικιπαίδεια

Aimée

Aimée, often unaccented as Aimee, is a feminine given name of French origin, translated as "beloved". The masculine form is Aimé. The English equivalent is Amy. It is also occasionally a surname. It may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Aimée
1. Cette Simone Signoret belge est l‘actrice la plus aimée d‘Avignon.
2. Cependant, ŕ défaut d‘ętre aimée, la ville pourrait ętre aimable.
3. Aimée et Anoush se souviennent du «vide» ressenti ŕ la sortie de l‘ECAL.
4. Café turco, cest aussi 35 mn de bon spectacle, une durée quon aurait aimée moins courte.
5. Puis elle disparaît dans un bain de larmes, souffrant la mort de n‘avoir jamais été aimée.